καθαιρετικά

καθαιρετικά
καθαιρετικός
destructive
neut nom/voc/acc pl
καθαιρετικά̱ , καθαιρετικός
destructive
fem nom/voc/acc dual
καθαιρετικά̱ , καθαιρετικός
destructive
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθαιρετικάς — καθαιρετικά̱ς , καθαιρετικός destructive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρετικός — ή, ὁ (Α καθαιρετικός, ή, όν) [καθαιρέτης] καταστρεπτικός, αφανιστικός αρχ. 1. αυτός που ελαττώνει, αυτός που μειώνει («καθαιρετικά φάρμακα», Γαλ.) 2. αυτός που αναχαιτίζει, αυτός που σταματά, που επιβραδύνει («καθαιρετικὸν παλμῶν», Γαλ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”